- σολοικία
- σολοικ-ία, ἡ,= σολοικισμός, Luc.Salt.80; περὶ σολοικίας, title of treatise by Ammonius.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σολοικία — σολοικίᾱ , σολοικία fem nom/voc/acc dual σολοικίᾱ , σολοικία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικίᾳ — σολοικίᾱͅ , σολοικία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικία — ἡ, Α [σόλοικος] 1. σφάλμα στη χρήση τών λέξεων ή στην ακολουθία τών προτάσεων, σολοικισμός 2. φρ. «Περὶ σολοικίας» τίτλος έργου τού Αμμωνίου … Dictionary of Greek
σολοικίας — σολοικίᾱς , σολοικία fem acc pl σολοικίᾱς , σολοικία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικίαν — σολοικίᾱν , σολοικία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)